Παράταση ένταξης στον "παλιό" Νόμο Κατσέλη
24 Δεκεμβρίου, 2015Το στοίχημα της φοροδιαφυγής στις εορτές
30 Δεκεμβρίου, 2015[:el]30/12/2015
ν. 4337/2015: Κατάργηση των αυτοτελών προστίμων για τις παραβάσεις της μη έκδοσης ή της ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων
Πλήρη αποδυνάμωση των επιτόπιων φορολογικών ελέγχων που διενεργούνται προκειμένου να διαπιστώνεται εάν οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες κόβουν αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προκαλούν οι διατάξεις του ν. 4337/2015 με τις οποίες καταργήθηκαν τα αυτοτελή πρόστιμα για τις παραβάσεις της μη έκδοσης ή της ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων. Τα πρόστιμα αυτά κυμαίνονταν από 250-500 ευρώ ανά μη εκδοθέν φορολογικό στοιχείο με ανώτατο όριο τις 30.000 ευρώ.
Με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από τις 17 Οκτωβρίου 2015 και τροποποίησαν τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, οι ελεγκτές της Εφορίας εφόσον κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ διαπιστώνουν τη μη έκδοση αποδείξεων ή άλλων φορολογικών στοιχείων δεν μπορούν πλέον να επιβάλουν κανένα πρόστιμο. Επίσης, το μόνο πρόστιμο το οποίο μπορεί να επιβάλλεται πλέον σε επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες υπαγόμενους σε ΦΠΑ που δεν εκδίδουν αποδείξεις είναι το 50% επί του ΦΠΑ που αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις.
Πιο αναλυτικά, με το νέο καθεστώς «εκλογικευμένων» κυρώσεων για αδικήματα φοροδιαφυγής, το οποίο καθιερώθηκε με το ν. 4337/2015:
1) Σε ιδιωτικά ιατρεία, ιδιωτικά φροντιστήρια και εκπαιδευτήρια, καθώς επίσης και σε όλες τις μικρές επιχειρήσεις με ετήσια ακαθάριστα έσοδα λιγότερα των 10.000 ευρώ, που απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ, λόγω υπαγωγής στο καθεστώς «μικρών επιχειρήσεων» οι ελεγκτές των ΔΟΥ και της Υπηρεσίας Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) δεν μπορούν να καταλογίσουν κανένα πρόστιμο όταν κατά τη διάρκεια επιτόπιων μερικών φορολογικών ελέγχων εντοπίσουν την παράβαση της μη έκδοσης αποδείξεων. Δημιουργούνται δε ερωτηματικά για το τι ακριβώς θα γίνεται με τις παραβάσεις αυτών των περιπτώσεων, καθώς το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει καθορίσει με εγκύκλιό του καμία διαδικασία για τον χειρισμό αυτών των παραβάσεων. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει απαντήσει ακόμη στο ερώτημα για το πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται στις περιπτώσεις αυτές η αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη για την επιβολή των διαφυγόντων φόρων εισοδήματος, καθώς επίσης και στο ειδικότερο ερώτημα εάν όλοι οι απαλλασσόμενοι από τον ΦΠΑ φορολογούμενοι που θα διαπιστώνεται ότι έχουν διαπράξει τις παραβάσεις αυτές θα παραπέμπονται σε πλήρεις (τακτικούς) φορολογικούς ελέγχους.
2) Στις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες που υπάγονται σε ΦΠΑ, οι ελεγκτές των ΔΟΥ και της ΥΕΔΔΕ, εφόσον διαπιστώνουν μη έκδοση αποδείξεων, το μόνο που μπορούν να κάνουν πλέον είναι να υπολογίζουν τον ΦΠΑ που αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις και να καταλογίζουν συνολικό πρόστιμο ίσο με το 50% του διαφυγόντος ΦΠΑ. Για να γίνει όμως ένας τέτοιος υπολογισμός και να προσδιορισθεί το ακριβές ύψος του προστίμου, θα πρέπει οι ελεγκτές να βρίσκουν πρώτα την καθαρή αξία των πωληθέντων προϊόντων ή των παρασχεθεισών υπηρεσιών η οποία αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις, επ’ αυτής να υπολογίζουν τον αναλογούντα ΦΠΑ και στη συνέχεια επί του αναλογούντος ΦΠΑ να καταλογίζουν το 50% ως πρόστιμο. Οπως γίνεται αντιληπτό, μια τέτοια διαδικασία προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και του καταλογιστέου προστίμου είναι εξαιρετικά δύσκολη ή ακόμη και αδύνατο να διεκπεραιωθεί ομαλά σε πολλές περιπτώσεις. Είναι επίσης μια διαδικασία αμφίβολης αξιοπιστίας και εύκολα αμφισβητήσιμη από τον ελεγχόμενο. Ηδη δε προκαλεί μεγάλα εμπόδια στην ομαλή διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων, καθώς δυσχεραίνει κατά πολύ το έργο των ελεγκτών, ενώ ταυτόχρονα τους υποχρεώνει να δαπανούν πολύ χρόνο για να ολοκληρώσουν κάθε έλεγχο.
Πηγή: Ναυτεμπορική[:]