Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων σε εποχή Ποσοτικής Χαλάρωσης.

Επιπλέον χρηματοδότηση ύψους 44.000.000 ευρώ για επενδύσεις εντεταγμένες στο ΕΣΠΑ.
21 Ιανουαρίου, 2015
Ηλεκτρονικά μέσω TaxisNet θα υποβάλλονται πλέον τα συμφωνητικά, με απόφαση της Γ.Γ.Δ.Ε.
29 Ιανουαρίου, 2015
Δείτε τα όλα

Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων σε εποχή Ποσοτικής Χαλάρωσης.

Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για χαλάρωση της Νομισματικής Πολιτικής της με αγορά ομολόγων, μπορεί να θεωρηθεί μια σημαντική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρές και μεσαίες της αγοράς αναμένουν και ελπίζουν για χαμηλότερο κόστος δανεισμού, αλλά την ίδια στιγμή όλη η ευρωπαϊκή οικονομία προσβλέπει σε αυτή την απόφαση για αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού και αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αυτονόητη είναι, πέρα από αυτό, και η σημασία της αλλαγής της νομισματικής πολιτικής στην κατανάλωση, όσο και στην αύξηση της ζήτησης. Συνοδευόμενη από προγράμματα ενίσχυσης της εσωτερικής καταναλωτικής δαπάνης δημόσιας ή ιδιωτικής, μπορούν να αποτελέσουν στηρίγματα της αναπτυξιακής δυναμικής που έχει ανάγκη η ευρωπαϊκή οικονομία.

Η ρευστότητα που θα εισρεύσει στις αγορές μπορεί να αποδειχτεί εφαλτήριο επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής μηχανής. Πιθανότατα θα χρειαστούν και άλλες παρεμβάσεις, ωστόσο οι αγορές πλέον γνωρίζουν τώρα ότι η ΕΚΤ θα «τυπώσει» όσο χρήμα χρειασθεί . Συμπερασματικά, καθίσταται ασφαλέστερη η πρόβλεψη ότι τα διαθέσιμα ευρώ θα είναι περισσότερα και ως εκ τούτου φθηνότερα.

Πολύ σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η δέσμευση της ΕΚΤ ότι θα συνεχίσει την παρέμβαση αυτή όσο χρειαστεί για να πετύχει τον στόχο που θέτει, όσο αφορά τον πληθωρισμό. Την επίτευξη αυτού του στόχου διευκολύνει η συγκυρία: Το ευρώ ήδη υποτιμάται και για το δολάριο οι προσδοκίες είναι ισχυρά ανοδικές, λόγω της αναγγελίας της FED για αύξηση επιτοκίων. Δημιουργείται έτσι ένα κλίμα πληθωριστικών προσδοκιών για την ΕΚΤ.

Εκτός αυτού, η απόφαση αυτή της ΕΚΤ ανοίγει τον δρόμο για μια άλλη σημαντική πτυχή της ευρωπαϊκής πολιτικής, που αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των εταίρων: Την αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού κρατικού χρέους, δηλαδή το κλείσιμο της ψαλίδας στο κόστος δανεισμού για κάθε χώρα της Ευρωζώνης.

Τα χρήματα από τις αγορές ομολόγων που θα διοχετευτούν στις τράπεζες θα μπορούν είτε να χρηματοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα είτε να κατατεθούν στην ΕΚΤ, με αρνητικό όμως επιτόκιο. Έτσι, ο Μάριο Ντράγκι ελπίζει ότι δίνεται κίνητρο στις τράπεζες για τη χρηματοδότηση της ιδιωτικής οικονομίας και την παροχή ρευστότητας σε αυτές.

Για την Ελλάδα, η σημασία της απόφασης δεν περιορίζεται μόνο στα 15 ή τα εν δυνάμει 23-24 δισ. που θα μπορούσε να αντλήσει η χώρα μέσω του Προγράμματος. Ακόμη σημαντικότερο είναι ίσως το δεδομένο ότι τη στιγμή που η ΕΚΤ θα αγοράσει τα πρώτα ελληνικά ομόλογα, θα ανοίξουν οι αγορές για την Ελλάδα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.

Εξίσου σημαντικό όμως, είναι το πού θα διοχετευθεί το χρήμα που θα τυπώσει η ΕΚΤ τους επόμενους 20 μήνες. Η συνεχιζόμενη διολίσθηση του ευρώ σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών του πετρελαίου θα αποτελέσουν σε μεγάλο βαθμό πρόσθετα στηρίγματα της αναπτυξιακής δυναμικής. Αυτή τη δυναμική πρέπει να την εκμεταλλευτεί η ελληνική οικονομία. Φθηνό χρήμα που θα κατευθυνθεί σε εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες, δε θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, δε θα αναδείξει την ελληνική επιχειρηματικότητα και δε θα στηρίξει κανέναν παραγωγικό τομέα.

Μια σειρά από χρηματοδοτικά προγράμματα διατίθενται ήδη και ελπίδα είναι ότι θα αυξηθούν, ακολουθώντας σταδιακά την αύξηση ρευστότητας στα ταμεία των τραπεζών. Η χρηματοδότηση θα γίνει ευκολότερη, αλλά κυρίως για αυτούς που θα είναι προετοιμασμένοι, θα έχουν να παρουσιάσουν ένα δυναμικό επιχειρηματικό σχέδιο, μια καθαρή επιχειρηματική πρακτική.

Ειδικά τώρα, που η Νέα Προγραμματική Περίοδος του ΕΣΠΑ είναι προ των πυλών, φρόνιμο θα είναι να αντιμετωπιστεί μια βασική παθογένεια στην υλοποίησή του: Η έλλειψη ρευστότητας. Πολλές επιχειρήσεις δειλιάζουν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες επιδοτήσεων, ή άλλες αδυνατούν να υλοποιήσουν ακόμα και τις εγκεκριμένες επενδυτικές τους προτάσεις εξαιτίας έλλειψης των απαραίτητων πόρων.

Αυτές οι αδυναμίες μπορούν πλέον ευκολότερα να καλυφθούν από τις επιχειρήσεις, μέσω του ακριβούς προγραμματισμού, της σωστής διαχείρισης και της εκμετάλλευσης όλων των διαθέσιμων εργαλείων.

Οι παγίδες υποχρηματοδότησης και οι ανάγκες ρευστότητας δε σταματούν να απειλούν τις επιχειρήσεις, αλλά με γνώση και εμπειρία μπορούν να αντιμετωπιστούν.