10/09/2021
Ο νέος πτωχευτικός κώδικας αποτελεί ένα καινοτόμο εργαλείο, καθώς προβλέπει αυτοματοποιημένες και ταχύτατες διαδικασίες για ρύθμιση οφειλών προς τράπεζες, ταμεία και εφορία ή για πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία στην περίπτωση αποτυχίας στη διευθέτηση των χρεών.
Ωστόσο, ο νέος κώδικας προβλέπει συνολική ρύθμιση χρεών με τους πιστωτές, δηλαδή συνολική λύση για χρέη προς τράπεζες, Ταμεία και Δημόσιο. Δεν μπορεί δηλαδή ένας δανειολήπτης να ρυθμίσει μόνο τα δάνεια προς τράπεζες ή τις οφειλές μόνο προς μια τράπεζα ή εταιρεία διαχείρισης. Μολονότι και αυτή η περίπτωση μπορεί να επιλυθεί αποτελεσματικότερα μέσω του νέου πτωχευτικού δίνοντας, όμως, συνολική ρύθμιση και για τις υπόλοιπες οφειλές, παρουσιάζονται τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει ένας δανειολήπτης ώστε να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα με την τράπεζά του. Ωστόσο, από την περιγραφή των οδηγιών γίνεται εμφανές ότι δεν μπορούν να επιλυθούν όλες οι περιπτώσεις χωρίς την προσφυγή σε δικαστήρια, κάτι που με τον νέο πτωχευτικό μπορεί να αποφευχθεί.
Σύμφωνα με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, οι οδηγίες αυτές αφορούν στη δημιουργία μιας οριστικής (χωρίς διάρκεια λήξης) ρύθμισης οφειλών απευθείας μεταξύ των πιστωτών (τράπεζες, διαχειριστές δανείων) και οφειλέτη, συνοφειλετών και εγγυητών. Η δημιουργία προσωρινής ρύθμισης (με συγκεκριμένη διάρκεια λήξης) δεν ακολουθεί υποχρεωτικά τα ίδια βήματα ακριβώς. Επίσης, δεν είναι εφικτή η ρύθμιση οφειλών απευθείας με πιστωτή, ενόσω υπάρχει εν εξελίξει δικαστική διένεξη και ο οφειλέτης θα πρέπει να παραιτηθεί από τις δικαστικές ενέργειες, ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας ρύθμισης οφειλών.
Στις περιπτώσεις, λοιπόν, απευθείας διαπραγμάτευσης του δανειολήπτη με την τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης δανείων, ο οφειλέτης θα πρέπει να λάβει υπόψη και να ακολουθήσει τα εξής βήματα:
Αν το σύνολο των οφειλών είναι μικρότερο από το σύνολο της αξίας της περιουσίας του οφειλέτη και των συνοφειλετών και των εγγυητών, τότε:
– Υπολογίζεται το ποσό που πρέπει να πληρωθεί, όπως αναλύεται στα επόμενα δύο βήματα.
– Αν δεν πληρωθεί αυτό το ποσό, τότε ο πιστωτής μπορεί να κινηθεί νομικά εναντίον του οφειλέτη, συνοφειλετών και εγγυητών του, με σκοπό να ρευστοποιήσει την περιουσία τους, μέχρι να εξοφληθεί η πλήρης οφειλή.
– Δεν επιτρέπεται η διαγραφή οφειλής (παρά μόνο με δικαστική απόφαση).
Αν το σύνολο των οφειλών είναι μεγαλύτερο από το σύνολο της αξίας της περιουσίας του οφειλέτη και των συνοφειλετών και των εγγυητών, τότε:
– Υπολογίζεται το ελάχιστο ποσό που πρέπει να πληρωθεί και υπολογίζεται το ενδεχόμενο διαθέσιμο περίσσευμα εισοδήματος του οφειλέτη, των συνοφειλετών και εγγυητών.
– Σε περίπτωση που προκύπτει διαθέσιμο περίσσευμα εισοδήματος του οφειλέτη, των συνοφειλετών και εγγυητών, τότε αυτό προστίθεται στο ελάχιστο ποσό ρύθμισης.
– Σε περίπτωση που δεν προκύπτει διαθέσιμο περίσσευμα εισοδήματος του οφειλέτη, των συνοφειλετών και εγγυητών, τότε δύναται ο πιστωτής να προβεί σε διαγραφή μέρους της συγκεκριμένης οφειλής, την οποία αδυνατεί να αποπληρώσει ο οφειλέτης, οι συνοφειλέτες και οι εγγυητές του.
– Ο πιστωτής μπορεί να κινηθεί νομικά εναντίον του οφειλέτη, συνοφειλετών και εγγυητών του, με σκοπό να ρευστοποιήσει την περιουσία τους, μέχρι να εξοφληθεί ολόκληρη η οφειλή.
– Η διάρκεια της ρύθμισης αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή (δεν καθορίζεται από τη νομοθεσία).
– Οι πιστωτές δεν παρέχουν μακροχρόνια ρύθμιση, εάν οι οφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές έχουν μεγάλη ηλικία (κοντά στο προσδόκιμο όριο ζωής), εκτός αν φέρουν και εγγυητή νεότερης ηλικίας, ο οποίος θα πρέπει να υπογράψει τη σύμβαση ρύθμισης δανείου.
– Το επιτόκιο καθορίζεται από τον πιστωτή (αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης με τον οφειλέτη) και το ποσό των τόκων που προκύπτει προσαυξάνει το κεφάλαιο της οφειλής (δηλ. χρεολύσιο) για τους μήνες διάρκειας της ρύθμισης. Η ρύθμιση οφειλής επιφέρει (κατά βάση) αύξηση του επιτοκίου του δανείου (συγκριτικά με το επιτόκιο που είχε συμφωνηθεί και ίσχυε για το διάστημα που το δάνειο ήταν εξυπηρετούμενο, δηλαδή ενήμερο).
– Αν η εμπορική αξία των ακινήτων είναι μεγάλη (π.χ. άνω του 1 εκατ. ευρώ), τότε οι πιστωτές (κατά βάση) δεν δέχονται μακροχρόνια ρύθμιση (όχι πάνω από 3 έτη) και ζητούν πώληση ακινήτων (είτε συναινετική ή μέσω πλειστηριασμού). Αν υπάρχουν πολλά ακίνητα, τότε οι πιστωτές ζητούν πώληση κάποιων ακινήτων, με σκοπό να μειωθεί η οφειλή.
– Αν οι οφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές δεν μπορούν να καλύψουν τη μηνιαία δόση ρύθμισης οφειλών (κεφάλαιο και τόκους), τότε θα πρέπει να προβούν από μόνοι τους σε πώληση (μέρους της) περιουσίας τους, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (συνήθως σε 1 έτος), ώστε να μειώσουν την οφειλή και, κατά συνέπεια, τη μηνιαία δόση αποπληρωμής. Αν δεν πωλήσουν οι ίδιοι την περιουσία τους, τότε μπορεί να το κάνει ο πιστωτής μέσω πλειστηριασμού (σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), ανεξαρτήτως αν έχει εγγράψει προσημείωση ή υποθήκη στην περιουσία τους.
– Καταγραφή όλων των εισοδημάτων οφειλετών, συνοφειλετών και εγγυητών.
– Καταγραφή όλων των εύλογων δαπανών διαβίωσης οφειλετών, συνοφειλετών και εγγυητών. Λαμβάνονται υπόψη τόσο τα ποσά του πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ (ομάδα/κατηγορία 1), όσο και οι πρόσθετες δαπάνες (φόροι και εισφορές δημοσίου, ιατρικά έξοδα, ενοίκιο κατοικίας οικογένειας και τέκνων που διαμένουν σε άλλη πόλη λόγω σπουδών, δικαστικές αποφάσεις, όπως για διατροφή λόγω διαζυγίου).
– Αν από την αφαίρεση των τριών αυτών ποσών (εισοδήματα μείον δαπάνες, μείον ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης ρύθμισης οφειλών) προκύπτει περίσσευμα χρημάτων, τότε το περίσσευμα αυτό προσαυξάνει την ελάχιστη δόση ρύθμισης οφειλών και έτσι καθορίζεται η τελική δόση ρύθμισης οφειλών.
– Όλα αυτά υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση και για το μέλλον, δηλαδή για τη διάρκεια της ρύθμισης (π.χ. τέκνο που σπουδάζει συνεπάγεται δαπάνες για κάποια συγκεκριμένα έτη και όχι για 20 έτη). Ως εκ τούτου ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει:
– Να αυξάνεται η δόση αποπληρωμής (πρόγραμμα “step-up”) στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τη μελλοντική μείωση των δαπανών.
– Να επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση τα ανωτέρω στοιχεία και να αναπροσαρμόζεται το ποσό πληρωμής (είτε μειώνεται ή αυξάνεται), ανάλογα με τα έσοδα και τα έξοδα.
Ο οφειλέτης, οι συνοφειλέτες και οι εγγυητές πρέπει να υποβάλλουν (ο καθένας τους) μια αίτηση ρύθμισης οφειλών σε όλους τους θεσμικούς πιστωτές (Δημόσιο και χρηματοδοτικούς φορείς), με σκοπό να ρυθμίσουν όλα τα χρέη τους και έτσι να αποφύγουν τα μέτρα εναντίον τους (κατασχέσεις και πλειστηριασμούς). Ειδικότερα:
– Σύμφωνα με τον Νόμο 4224/2013 περί Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών είναι εφικτή η υποβολή αίτησης (ξεχωριστά) σε κάθε τράπεζα-διαχειριστή δανείων. Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει τα έσοδα, τα έξοδα, την κινητή και ακίνητη περιουσία, τις υποθήκες/προσημειώσεις των ακινήτων κ.λπ., όπως καθορίζεται σε συγκεκριμένο τυποποιημένο έντυπο.
– Σύμφωνα με τον Νόμο 4738/2020 περί εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών είναι εφικτή η υποβολή μίας (1) ενιαίας ηλεκτρονικής αίτησης προς όλους τους πιστωτές.
Με την αλλαγή του πτωχευτικού κώδικα στην Ελλάδα, μια σειρά νόμων και κοινών υπουργικών αποφάσεων ήταν επίσης αναγκαία. Προσαρμογή επέφερε και στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος που εξαιρεί από τις υποχρεώσεις που προβλέπει για τους οφειλέτες τις εξής περιπτώσεις:
Πρώτον, όταν έχει υποβληθεί αίτηση για την ένταξη των οφειλετών στον εξωδικαστικό μηχανισμό ή αίτηση πτώχευσης του νέου πτωχευτικού κώδικα.
Δεύτερον, όταν υπάρχουν απαιτήσεις από συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί πριν από την 1.1.2017.
Τρίτον, στις απαιτήσεις έναντι οφειλέτουν που δεν υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ. Αυτό ισχύει μόνο στην περίπτωση απαιτήσεων έναντι δανειοληπτών φυσικών προσώπων, υπολογιζόμενο ως το άθροισμα των οφειλών του δανειολήπτη προς το ίδρυμα.
Τέταρτον, σε απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν τα 5.000 ευρώ, σε περιπτώσεις δανειοληπτών νομικών προσώπων – πολύ μικρών επιχειρήσεων, υπολογιζόμενο ως το άθροισμα των οφειλών του δανειολήπτη προς το ίδρυμα.
Πέμπτον, σε απαιτήσεις έναντι νομικών προσώπων που δεν αποτελούν “πολύ μικρές επιχειρήσεις”.
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που βρίσκεται σε διαβούλευση και αναμένεται να ψηφιστεί τον Σεπτέμβριο καταργεί τη δικαστική απόφαση για μείωση της αρχικής τιμής στου πλειστηριασμούς. Η δικαστική απόφαση αντικαθίσταται από έναν αυτοματοποιημένο τρόπο που προβλέπει μείωση της αρχικής τιμής όταν αποβούν άκαρποι οι δύο πρώτοι πλειστηριασμοί.
Οταν οι δύο πρώτοι πλειστηριασμοί αποβούν άκαρποι, τότε διενεργείται νέος εντός 40 ημερών με αρχική τιμή στο 80% της προηγούμενης. Αν και πάλι αποβεί άγονος τότε διενεργείεται νέος σε 30 ημέρες, στο 65% της αρχικής τιμής. Αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα τότε θα απαιτηθεί δικαστική απόφαση.
Επίσης, οι νέες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει την περίπτωση της συνεκδίκησης, δηλαδή στη διεκδίκηση ενός ακινήτου από περισσότερους από έναν νέους ιδιοκτήτες στις περιπτώσεις ακινήτων μεγάλης αξίας.
Για τις αλλαγές του κώδικα Ποινικής Δικονομίας θα πρέπει οι αιτήσεις και οι διαδικασίες να περνούν μέσα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, καθώς μόνο από εκεί εκδίδεται η βεβαίωση περί ευάλωτου δανειολήπτη ώστε να εξαιρεθεί από την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό ή να περάσει στη διαδικασία της πτώχευσης και να ενεργοποιηθεί η απόκτηση και επαναμίσθωση του ακινήτου στον πρώην ιδιοκτήτη-δανειολήπτη μέσα από τον οργανισμό που θα έχει δημιουργηθεί μέχρι τα μέσα του 2022. Ο νέος νόμος περιγράφει με λεπτομέρεια την έννοια του ευάλωτου δανειολήπτη, ανάλογα με την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση. Ένα εύκολο κριτήριο που ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις είναι το εάν δικαιούται το σημερινό στεγαστικό επίδομα. Αν όχι, τότε σίγουρα δεν θεωρείται ευάλωτος δανειολήπτης.
Πηγή: Capital.gr