Προσφυγή κατά φορολογικών πράξεων: Τι πραγματικά ισχύει

Ενίσχυση των 47 πιο φτωχών περιφερειών της ΕΕ, προτείνει με έκθεσή της η Επιτροπή
12 Απριλίου, 2017
Αλλαγές σε δηλώσεις εισοδήματος και τέλη κυκλοφορίας
12 Απριλίου, 2017
Δείτε τα όλα

Προσφυγή κατά φορολογικών πράξεων: Τι πραγματικά ισχύει

[:el]12/04/2017

Η προσφυγή στη δικαιοσύνη κατά πράξεων της φορολογικής διοίκησης δεν είναι μεν εύκολη, αλλά είναι σε πολλές περιπτώσεις εφικτή οικονομικώς για τον φορολογούμενο που θέλει να επιχειρήσει τη δικαίωσή του, παρά τις πολυάριθμες επιβαρύνσεις που προβλέπει η νομοθεσία.

Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τον ευρέως διαδεδομένο σχετικό “αστικό μύθο”, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση καταβολής κανενός ποσού για να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή. Η ενδικοφανής προσφυγή είναι ένα υποχρεωτικό διαδικαστικό προστάδιο πριν από την προσφυγή στα δικαστήρια, όπου αποφασίζει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ (πρώην ΓΓΔΕ).

Έτσι, στο άρθρο 63 παρ. 3 ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο Πρώτο υποπαρ. Δ2 περ. 14 ν. 4254/2014, ορίζονται τα ακόλουθα: “Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).”.

Ο φορολογούμενος δηλαδή καταβάλει το 50% του αμφισβητούμενου ποσού ΜΟΝΟΝ εάν επιθυμεί να επιτύχει την αυτοδίκαιη αναστολή του υπόλοιπου 50% για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η έκδοση απόφασης της φορολογικής διοίκησης επί της ενδικοφανούς προσφυγής (ήτοι, για 120 ημέρες). Συνεπώς, η καταβολή του 50% της οφειλής έχει ως αποτέλεσμα μόνον αυτή την περιορισμένη χρονικά προστασία από αναγκαστικά μέτρα για το υπόλοιπο 50% της οφειλής. Επ’ ουδενί όμως δεν υπάρχει στο νόμο ως προϋπόθεση για την ΚΑΤΑΘΕΣΗ ενδικοφανούς προσφυγής η καταβολή του 50% της οφειλής ή άλλου ποσού.

Για την ενδικοφανή προσφυγή λοιπόν δεν απαιτείται προηγουμένως η καταβολή ΚΑΝΕΝΟΣ ποσού, ούτε παραβόλου. Η ενδικοφανής προσφυγή υπογράφεται από τον ίδιο τον φορολογούμενο, χωρίς να είναι τυπικώς αναγκαία η σύνταξή της από δικηγόρο και είναι συνεπώς καταρχήν ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΝΕΞΟΔΗ. Εξυπακούεται βέβαια ότι συνιστάται η ανάθεσή της σε δικηγόρο σε κάθε περίπτωση, διότι τυχόν εσφαλμένη σύνταξη της ενδικοφανούς προσφυγής θα επηρεάσει αρνητικά τη διαδικασία και στα μεταγενέστερα, δικαστικά στάδιά της.

Το παράβολο της προσφυγής είναι μεν μια δυσχέρεια για τον φορολογούμενο, αλλά όχι ανυπέρβλητη. Ο νόμος καταρχάς προβλέπει παράβολο ύψους 1% επί του αντικειμένου της διαφοράς με ανώτατο όριο τα 15.000 ευρώ. Εντούτοις το άρθρο 277 παρ. 3 εδάφιο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 παρ. 5 ν. 4446/2016 προβλέπει τα εξής: “Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής […]”.

Δηλαδή, εάν πρόκειται για διαφορά ύψους π.χ. 1,5 εκατομμυρίων ευρώ, τότε ο φορολογούμενος για να προσφύγει στη δικαιοσύνη πρέπει να καταβάλει ποσό ύψους 3.000 μόνον και όχι 15.000 ευρώ, όπως θα προέκυπτε με πλήρη εφαρμογή του κανόνα του 1%. Αν τώρα ο φορολογούμενος χάσει την προσφυγή, τότε το δικαστήριο θα του καταλογίσει και το επιπλέον ποσό παραβόλου ύψους 12.000 ευρώ, που δεν είχε καταβάλει αρχικά.

Όπως είναι φανερό, η διάκριση αυτή έχει μεγάλη πρακτική σημασία, διότι ενώ 3.000 ευρώ τέλος πάντων μπορεί από εδώ κι από εκεί να βρει κανείς για το παράβολο, εντούτοις 15.000 ευρώ είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθούν. Αν πάλι χάσει κανείς την προσφυγή, είναι φανερό ότι όταν θα οφείλει 1.500.000 ευρώ και παραπάνω, οι 12.000 που θα του καταλογίσουν επιπλέον, θα είναι απλή “παρωνυχίδα” μπροστά στο μείζον πρόβλημα της οριστικοποίησης της οφειλής του όλου, τεράστιου ποσού. Θα πρόκειται για τις προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής ενός περίπου μηνός ή λιγότερο.

Όμοια είναι και τα οριζόμενα για το παράβολο της έφεσης: Με τις ίδιες ως άνω διατάξεις του νόμου ορίζονται ακριβώς τα ίδια για την έφεση, ήτοι, ότι το ποσό παραβόλου άνω των 3.000 και έως 15.000 ευρώ δεν καταβάλλεται προ της δικασίμου, αλλά καταλογίζεται στον φορολογούμενο με τυχόν απορριπτική της έφεσης απόφαση του δικαστηρίου. Και για την έφεση δηλαδή το παράβολο που πληρώνει ο φορολογούμενος για να έχει δικαίωμα έφεσης είναι στην πράξη κατ’ ανώτατο όριο 3.000 ευρώ και όχι 15.000 ευρώ.

Κάποια δυσχέρεια στον φορολογούμενο προκαλεί η πρόβλεψη ότι ο “εκκαλών” (όπως ονομάζεται στη νομική γλώσσα αυτός που ασκεί έφεση) πρέπει να έχει καταβάλει 20% του ποσού της διαφοράς, όπως το έχει τυχόν αναπροσαρμόσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πριν από την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της έφεσης.

Το ποσοστό αυτό όμως 20% καθόλου δεν αποτελεί “παράβολο”. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 2 ν. 4446/2016 ορίζει τα εξής: “Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με τα άρθρα 206 επ.”.

Ενώ, δηλαδή, πρέπει για τη συζήτηση της έφεσης να έχει καταβληθεί ποσοστό 20% του κύριου φόρου, όμως αυτό δεν είναι κάποιο άλλο ποσό ως δήθεν “παράβολο”, αλλά Η ΙΔΙΑ Η ΟΦΕΙΛΗ. Υποχρεούται δηλαδή όποιος θέλει να συζητηθεί η έφεσή του να έχει εξοφλήσει μερικώς την αρχική οφειλή του (όπως έχει τυχόν μειωθεί με την πρωτόδικη απόφαση) σε ποσοστό 20%.

Η πρακτική διαφορά τού να πρέπει να πληρωθεί ένα επιπλέον “παράβολο” ύψους 20% με το να πρέπει να έχει πληρωθεί η ίδια η οφειλή σε ποσοστό 20% είναι τεράστια. Ο φορολογούμενος που είναι ακόμη οικονομικά ενεργός μπορεί, με αιματηρές προσπάθειες, να έχει πράγματι μπορέσει να καταβάλει ένα μέρος της οφειλής του και, συνεπώς, να είναι ανοικτός ο δρόμος για τη συζήτηση της έφεσης. Αν έπρεπε, ενώ έχει ήδη καταβάλει μέρος της οφειλής, να απαιτείται να πληρώσει και χωριστό “παράβολο” ύψους 20% επί της οφειλής, τότε ίσως να απελπιζόταν και να τα παρατούσε.

Τέλος, πρόσφατα μεταβλήθηκε και το καθεστώς των χορήγησης αναστολών (“παγώματος”) της οφειλής για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση απόφασης της προσφυγής. Από την 1-1-2011 μέχρι την 22-1-2017 ίσχυε διάταξη που προέβλεπε χορήγηση αναστολής εκτέλεσης μόνον σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του φορολογουμένου. Εντούτοις, ακόμη και για το χρονικό εκείνο διάστημα, σύμφωνα με την τότε διατύπωση του νόμου αλλά και με την αριθ. 496/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιτρεπόταν η πλήρης αναστολή σε περίπτωση που η προσφυγή κλπ. ήταν προδήλως βάσιμη.

Ήδη όμως με το άρθρο 202 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1 ν. 4446/2016 ορίζεται ότι: “Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων, για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση”.

Η αναστολή δηλαδή των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών πράξεων ξαναέγινε από 23-1-2017 κατά κανόνα πλήρης, παρεκτός εάν το δικαστήριο διατάξει να μην ισχύει (η αναστολή) για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του φορολογουμένου. Επήλθε δηλαδή πλήρης αντιστροφή του προηγούμενου κανόνα που όριζε ότι επί ανεπανόρθωτης βλάβης αναστολή καταρχήν δεν δίδεται, εκτός εάν το δικαστήριο διατάξει προσωρινή προστασία συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Πλέον ορίζεται ότι επί ανεπανόρθωτης βλάβης αναστολή καταρχάς δίδεται, εκτός από περιουσιακά στοιχεία για τα οποία τυχόν θα διαταχθεί από το δικαστήριο εξαίρεση και μη ισχύς της αναστολής.

Συνεπώς, η προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη κατά φορολογικών καταλογιστικών πράξεων είναι δυσχερής μεν, όχι ανέφικτη δε.

Σε κάθε περίπτωση, οι θιγόμενοι φορολογούμενοι, προτού λάβουν οποιαδήποτε απόφαση για τη φορολογική τους υπόθεση, πρέπει να αναζητούν τις υπεύθυνες, εξατομικευμένες στη δική τους περίπτωση συμβουλές δικηγόρων της εμπιστοσύνης τους, εξειδικευμένων στις φορολογικές υποθέσεις.

Πηγή: Capital.gr[:]