Πού βλέπουν το 2023 τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων οι τράπεζες

Ελλάδα 2.0: Δάνεια συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσω του InvestEU
24 Ιουνίου, 2022
€100 εκατ. για στήριξη του πρωτογενούς τομέα
24 Ιουνίου, 2022
Δείτε τα όλα

Πού βλέπουν το 2023 τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων οι τράπεζες

24/06/2022

Κρίσιμη είναι η περίοδος που ακολουθεί από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο μέχρι τη δεύτερη τον Σεπτέμβριο προκειμένου να διαπιστωθεί η ανταπόκριση των αγορών και να ολοκληρωθεί η επανατιμολόγηση του κινδύνου των ελληνικών ομολόγων. Τράπεζες και επενδυτικοί οίκοι εκτιμούν ότι ο ανοδικός κύκλος της ΕΚΤ αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι τα μέσα με τέλη του 2023, με συνεχείς αυξήσεις έως το επίπεδο του 1,5-2%.

Με δεδομένο ότι το κόστος των τραπεζών για το κλείδωμα των σταθερών επιτοκίων εξαρτάται από τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στις διάφορες διάρκειες, το τελικό επιτόκιο για τους δανειολήπτες θεωρείται δύσκολο να διατηρηθεί σε επίπεδα κάτω του 6%, με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 1,5-2%.

Ταυτόχρονα, το euribor 3μήνου που ακολουθεί σήμερα τις τάσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα βρίσκεται και αυτό γύρω στο 2%, οπότε τα κυμαινόμενα θα κινούνται γύρω στο 4% με 5%. Ακόμα και το euribor 1 μήνα, το οποίο σήμερα κινείται αρκετά χαμηλότερα, γύρω στο -0,5%, εκτιμάται ότι θα αρχίσει να αυξάνεται προς το μηδέν, καθώς θα απορροφάται η ρευστότητα των πακέτων στήριξης από τις βραχυπρόθεσμες διάρκειες.

Ένας ακόμα τεχνικός παράγοντας αποτελεί η απόφαση της ΕΚΤ για τις αυξήσεις των επιτοκίων που αφορούν στον μηχανισμό αποδοχής καταθέσεων. Όταν τα επιτόκια δεν ήταν αρνητικά, τα διατραπεζικά (όπως το euribor) ακολουθούσαν το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ (σήμερα 0%) και όχι το παρεμβατικό (σήμερα -0,5%).

Μόλις απορροφηθεί η πλεονάζουσα ρευστότητα στα κοντινά διαστήματα, το euribor μπορεί να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση και να κινείται παράλληλα με το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ, το οποίο θα είναι υψηλότερο από παρεμβατικό της. Αυτό πρακτικά σημαίνει μεγαλύτερη άνοδο για τα κυμαινόμενα επιτόκια που θα ωθήσει ανοδικά και τα σταθερά. Η εκτίμηση των ίδιων στελεχών συγκλίνει ότι αυτή η διαδικασία θα χρειαστεί περίπου 1-1,5 χρόνο.

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, θα υπάρχει μια τιμολογιακή πολιτική, η οποία θα διατηρεί τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο σε χαμηλότερα επίπεδα κατά τουλάχιστον 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με τα σταθερού επιτοκίου, προκειμένου να υπάρχει μια ελκυστική εναλλακτική πρόταση.

Ήδη, παρατηρούνται σημάδια κόπωσης στην αγορά στεγαστικών δανείων με τις μηνιαίες εκταμιεύσεις να κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνες των καταναλωτικών δανείων, αλλά σε περίπου σταθερά επίπεδα με τα περσινά. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την αύξηση του κόστους δανεισμού και του διψήφιου πληθωρισμού αναμένεται να εμφανιστούν ύστερα από τρεις με τέσσερις μήνες.

Οι προϋποθέσεις

Για να υπάρξει αυτή η διαφορά των 2-2,5 μονάδων με τα κυμαινόμενα γύρω στο 4-4,5%, θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του βασικού σεναρίου, οι οποίες συνοψίζονται στις εξής:

Πρώτον, θα υπάρξει θετική ανταπόκριση στον έλεγχο του πληθωρισμού -κυρίως του δομικού, παρά τη χρονική καθυστέρηση που αναμένεται μεταξύ των αυξήσεων επιτοκίων και των επόμενων μετρήσεων που θα δείχνουν υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Δεύτερον, το εργαλείο παρέμβασης της ΕΚΤ για την εξομάλυνση των αναταραχών στις αγορές ομολόγων -κυρίως του ευρωπαϊκού νότου- θα λειτουργεί αποτελεσματικά ή θα έχει πείσει τις αγορές.

Τρίτον, δεν θα υπάρξει περαιτέρω αρνητική εξέλιξη σε γεωπολιτικό επίπεδο και στο μέτωπο της ενεργειακής και εφοδιαστικής αλυσίδας.

Τέταρτον, τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο και αυτά που θα ληφθούν σε πανευρωπαϊκό κατά της ενεργειακής κρίσης θα περιορίσουν τις απώλειες του διαθέσιμου εισοδήματος.

Πέμπτον, δεν θα υπάρξει ανατροπή του σεναρίου για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα. Αυτός ο παράγοντας είναι αρκετά σημαντικός, μολονότι η αναβάθμιση αυτή είχε προεξοφληθεί από τις αγορές και είχε τιμολογηθεί στις αγορές ομολόγων. Διότι μόνο με την επίσημη αναβάθμιση θα αλλάξει το προφίλ και το μέγεθος των κεφαλαίων που θα επενδύσουν στην ελληνική αγορά, κατεβάζοντας τις αποδόσεις των ομολόγων.

Κάθε ταχύτερη και μεγαλύτερη ομαλοποίηση των μακροοικονομικών μεγεθών, της εφοδιαστικής αλυσίδας και των αγορών θα περιορίσει τις αυξήσεις επιτοκίων. Διότι, λόγω ανταγωνισμού και αρχικής αποθάρρυνσης της ζήτησης, οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους χαμηλό και στη λιανική τραπεζική -ειδικά στα στεγαστικά που είναι μεγαλύτερα (ανά δάνειο), έχουν χαμηλότερο κίνδυνο και είναι μεγαλύτερης διάρκειας. Αντίθετα, κάθε επιβαρυντικός παράγοντας θα τα ωθήσει σε υψηλότερα επίπεδα, διότι ταυτόχρονα αυξάνεται το κόστος κινδύνου, αλλά και η προοπτική αλλαγής της αξιολόγησης των προοπτικών των τραπεζών από θετικές σήμερα σε σταθερές.

Πηγή: Capital.gr