
Ιδιοκτησία και εγγραφή στο κτηματολόγιο για ακίνητα δίπλα στο κύμα
5 Νοεμβρίου, 202505/11/2025
Ύφεση της οικοδομικής δραστηριότητας στην αγορά κατοικίας, που θα πλήξει και την ανάπτυξη περισσότερων προσιτών επιλογών στέγασης, προβλέπουν επαγγελματίες της αγοράς ακινήτων για την Ελλάδα το 2026. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη φετινή ετήσια έρευνα Emerging Trends in Real Estate, που πραγματοποιεί κάθε χρόνο η PriceWaterHouseCoopers (PwC) για λογαριασμό του Urban Land Institute (ULI) κι επιχειρεί να καταγράψει τις επενδυτικές προοπτικές της ευρωπαϊκής αγοράς ακινήτων για το 2026.
Όπως αναφέρουν φορείς του κλάδου στη φετινή έρευνα, το πρόβλημα της προσιτής στέγης αναμένεται να ενισχυθεί στην Ελλάδα, καθώς τα υψηλά κόστη κατασκευής συνεχίζουν να λειτουργούν ως “ανάχωμα” για την ανάπτυξη περισσότερων έργων και την αύξηση των πωλήσεων. Έτσι, παρατηρούνται λίγες ενάρξεις νέων κατοικιών, καθώς είτε δεν μπορούν να αποκτηθούν οικόπεδα σε τιμές που να επιτρέπουν πιο προσιτές κατασκευές, είτε η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει περισσότερες πωλήσεις, αποθαρρύνοντας έτσι και τους κατασκευαστές. Έτσι εξηγείται και η στροφή της πλειοψηφίας των οικοδομικών επιχειρήσεων σε πολυτελέστερες κατασκευές υψηλών προδιαγραφών, που εν πολλοίς, απευθύνονται στους ξένους αγοραστές.
Στη φετινή έρευνα, η Αθήνα χάνει τέσσερις θέσεις σε σχέση με την περσινή έρευνα και πλέον κατατάσσεται στην 26η θέση επί συνόλου 32 πόλεων, ενώ πέρσι είχε βρεθεί στην 22η θέση. Πάντως, με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια, η τελική κατάταξη της κάθε πόλης βασίζεται και στο μέγεθός της, η θέση της Αθήνας παραμένει ικανοποιητική, καθώς η αγορά δεν έχει το απαιτούμενο βάθος για να προσελκύσει επενδυτικά χαρτοφυλάκια μεγάλου μεγέθους.
Στις “ανησυχίες” των επενδυτών για την ελληνική αγορά το 2026 περιλαμβάνονται επίσης παράγοντες, όπως οι συχνοί καύσωνες, ή η σεισμογενής δραστηριότητα, δείγμα ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα γεγονός, που δεν αγνοούν τα θεσμικά χαρτοφυλάκια κι επηρεάζει και την λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Παράλληλα, σύμφωνα με τον επικεφαλής ενός τοπικού γραφείου, ένας ακόμα λόγος προβληματισμού, είναι η κατάσταση στην αγορά ενοικιάσεων της Αττικής, όπου πάνω από το 25% του διαθέσιμου οικιστικού αποθέματος δεν είναι διαθέσιμο προς μίσθωση (π.χ. κενά/κλειστά, κατασχεμένα σπίτια).
Πρόβλημα αποτελεί και η δυσκολία εύρεσης οικοπέδων κατάλληλων για οικιστική ανάπτυξη, ή για την ανακατασκευή του υφιστάμενου αποθέματος. Για παράδειγμα, η πολυιδιοκτησία αποτελεί ζήτημα, όταν πρόκειται για έργα αναβάθμισης και αλλαγής χρήσης ολόκληρων κτιρίων, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι αναπτυξιακές προοπτικές από την συγκεκριμένη κατηγορία επενδύσεων, που είναι και από τις δημοφιλέστερες επιλογές σε διεθνές επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, οι κατηγορίες ακινήτων/επενδύσεων που αναμένεται να καταγράψουν την υψηλότερη ζήτηση το 2026, συμπίπτουν με εκείνες που σημειώνουν σημαντική ανάπτυξη και στην ελληνική αγορά. Τα data centers, οι φοιτητικές κατοικίες, τα εξυπηρετούμενα διαμερίσματα, τα κτίρια υγείας-περίθαλψης, οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις και η προσιτή στέγη συνθέτουν μερικές από τις κατηγορίες αναπτύξεων που θα επιδιώξουν το 2026 οι επενδυτές στην Ευρώπη και όπως φαίνεται, αποτελούν δημοφιλείς επιλογές και στην εγχώρια αγορά. Παρότι σαν απόλυτο μέγεθος, οι επενδύσεις προς τις εν λόγω εναλλακτικές κατηγορίες δεν είναι μεγάλες, εντούτοις, το μερίδιό τους αυξάνεται συνεχώς, έναντι άλλων πιο εδραιωμένων κατηγοριών, όπως τα κτίρια γραφείων, τα ξενοδοχειακά ακίνητα, τα logistics και τα εμπορικά καταστήματα/κέντρα.
Πηγή: capital.gr





