Οι αντιστάσεις στην άνοδο επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια

Αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 1% βλέπουν πλέον οι traders
26 Αυγούστου, 2022
Η άνοδος των επιτοκίων απειλή για τις ρυθμίσεις δανείων – Πώς επηρεάζονται οι δανειολήπτες
26 Αυγούστου, 2022
Δείτε τα όλα

Οι αντιστάσεις στην άνοδο επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια

26/08/2022

Οι φθηνές καταθέσεις, το τέλος των αρνητικών επιτοκίων από την ΕΚΤ και η ισχυρή ζήτηση στα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία παράγουν τον μεγαλύτερο όγκο και αξία της νέας παραγωγής εξυπηρετούμενων χορηγήσεων για τις τράπεζες, είναι οι τρεις κύριοι λόγοι που συγκρατούν το κόστος χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων.

Οι λόγοι για τη συγκράτηση των ανοδικών τάσεων στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων είναι κυρίως τρεις:

Πρώτον, η υψηλή ζήτηση για δάνεια, αναχρηματοδοτήσεις και επενδύσεις, με αρνητικό πραγματικό επιτόκιο, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο σχετικά αριθμό επιχειρήσεων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Σχεδόν το 90% των νέων χορηγήσεων και αναχρηματοδοτήσεων ύψους 16 δισ. ευρώ το α’ εξάμηνο αφορούσε στην επιχειρηματική πίστη. Με άλλα λόγια, ο βασικός όγκος των τραπεζικών εργασιών προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα, λόγω δρομολογημένων ντιλ, επενδυτικών σχεδίων, προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αντλήσεων κεφαλαίων 20 δισ. ευρώ μέσα στο 2022. Η άνοδος του πληθωρισμού και του κόστους παραγωγής, ειδικά στην ενέργεια και στους κλάδους που επηρεάζονται από αυτή, εκτίναξε τη ζήτηση για κεφάλαια κίνησης. Έτσι, σύμφωνα με τις τράπεζες, απομένουν τουλάχιστον άλλα 10 δισ. ευρώ προκειμένου να ικανοποιηθεί η ζήτηση για κεφάλαια των επιχειρήσεων μέχρι τέλους έτους, κάτι που μάλλον δεν θα ικανοποιηθεί και θα δημιουργήσει “μαξιλάρι” για το 2023.

Δεύτερον, το κόστος από τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ δεν υπάρχει πλέον. Αντίθετα, θα ξεκινήσουν κέρδη. Μέχρι την πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Ιούλιο, οι τράπεζες κατέθεταν την υπερβάλλουσα ρευστότητα των καταθέσεων ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ με αρνητικό επιτόκιο (-0,50%). Αυτό το επιτόκιο σήμερα είναι μηδέν και αναμένεται να φτάσει μέχρι τα τέλη του 2023, βάσει των σημερινών τάσεων στις αγορές, στο 1,5%. Η άνοδος από το -0,50% μέχρι το 1,5% θα επιφέρει επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 800 εκατ. ευρώ μόνο στις τέσσερις συστημικές. Το ποσό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση της κερδοφορίας, τη δημιουργία κεφαλαίου αλλά και ως “μαξιλάρι” για ανταγωνιστικές πολιτικές επιτοκίων σε κατηγορίες που θέλουν να κερδίσουν μερίδια ή που έχουν μεγαλύτερο κέρδος (π.χ. στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια).

Τρίτον, φθηνή χρηματοδότηση από τις καταθέσεις. Όσο κι αν αυξηθούν τα επιτόκια στη διατραπεζική ή της ΕΚΤ, στις καταθέσεις θα περνά μικρότερο μέρος και οι αυξήσεις επιτοκίων και αυτές θα είναι βραδύτερες όσο υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα. Σήμερα, για παράδειγμα, τα συνολικά δάνεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανέρχονται σε 145 δισ. ευρώ και έχουν καταθέσεις 207 δισ. ευρώ. Συνεπώς υπάρχει περιθώριο για σημαντική πιστωτική επέκταση με κόστος όσο το επιτόκιο καταθέσεων συν τις προβλέψεις (περίπου 14 ευρώ για κάθε δάνειο 100 ευρώ).

Ήδη, οι τέσσερις συστημικές μόνο με μείωση κατά 0,01 της μονάδας στα επιτόκια καταθέσεων, την άνοδο κατά περίπου 30 μονάδες βάσεις στα επιχειρηματικά και κατά 12 μονάδες βάσης στα στεγαστικά κατάφεραν να αυξήσουν τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα κατά 81 εκατ. ευρώ σε ένα τρίμηνο (Απρίλιος-Ιούνιος, σε σχέση με το α’ τρίμηνο), να μειώσουν τα έξοδα για πληρωμές τόκων κατά 1 εκατ. και να αυξήσουν τα έσοδα από εισπράξεις τόκων κατά 94 εκατ. ευρώ.

Euribor σε θετικό έδαφος

Κι όλα αυτά πριν από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο, παρά μόνο με την αύξηση του Euribor και των αποδόσεων στα ομόλογα. Το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 3 μηνών από το -0,53% στο α’ τρίμηνο αυξήθηκε στο -0,36% στο β’ τρίμηνο. Το Euribor 6 μηνών από το -47% στο α’ τρίμηνο, πέρασε σε θετικό έδαφος (0,10%) στο β’ τρίμηνο. Σημειώνεται ότι μόνο το Euribor 1 μήνα παραμένει οριακά αρνητικό (-0,016%), ενώ από Ιούλιο το Euribor 3 μηνών έχει ανέλθει σε θετικό έδαφος.

Αποδόσεις ομολόγων

Σε ό,τι αφορά στα ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων επηρεάζουν κυρίως τα δάνεια με σταθερά επιτόκια (π.χ. στεγαστικά), σημειώνεται ότι οι τράπεζες δεν κάνουν credit hedging στα ομόλογα, αλλά αποδόσεων. Αυτό σημαίνει ανταλλαγή επιτοκίων. Δηλαδή δίνουν στον αντισυμβαλλόμενο το δικό τους και εισπράττουν του αντισυμβαλλόμενου (swap). Από τη στιγμή που δεν πωλούν τα ελληνικά ομόλογα, δεν γράφουν ζημιές από την πτώση των τιμών. Αντίθετα, η άνοδος των αποδόσεων μετατρέπεται σε κέρδος από τη διαφορά των αποδόσεων της αγοράς και του swap όπου έχει κλείσει. Οι κινήσεις αυτές και γενικά η άνοδος των τραπεζικών εργασιών αύξησαν τα έσοδα από συναλλαγές κατά περίπου 6%-7% για τις τέσσερις συστημικές σε τρεις μήνες (β’ τρίμηνο). Παρ’ όλα αυτά, στο β’ εξάμηνο, λόγω αβεβαιότητας στις αγορές και λόγω του μηχανισμού παρέμβασης της ΕΚΤ, ίσως, να μην υπάρχουν σημαντικά κέρδη από συναλλαγές με ομόλογα. Μπορεί να προκύψουν, όμως, από άλλου είδους συναλλαγές (συνάλλαγμα, τιμές ενέργειας, κ.ά.).

Μεγάλη ζήτηση για κεφάλαια από επιχειρήσεις

Η μεγάλη ζήτηση και τα μεγάλα ποσά ανά εκταμίευση στην επιχειρηματική πίστη ήταν οι δύο βασικοί λόγοι που ώθησαν ανοδικά δανείων προς τον εταιρικό τομέα στο πρώτο εξάμηνο. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο στα επιχειρηματικά δάνεια αυξήθηκε το β’ τρίμηνο κατά 34 μονάδες βάσης, αρκετά περισσότερο από την άνοδο του Euribor, το οποίο στο 3μηνο παρέμεινε αρνητικό, ενώ το 6μηνο πέρασε σε θετικό έδαφος. Η άνοδος αυτή προήλθε κατά κύριο λόγο από νέα δάνεια τακτής λήξης και άνω του 1 εκατ. ευρώ (που είναι τα περισσότερα), των οποίων το μέσο επιτόκιο αυξήθηκε στο β’ τρίμηνο κατά 42 μονάδες βάσης, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Αντίθετα, οριακές αυξήσεις ή ακόμα και χαμηλότερα επιτόκια παρατηρούνται στα ανοικτής διάρκειας (γραμμές πίστωσης) και στα μακροχρόνια δάνεια.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η άνοδος των 34 μονάδων βάσης στα επιχειρηματικά δάνεια το β’ τρίμηνο θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη εάν δεν συνέτρεχαν δύο βασικοί λόγοι. Πρώτον, μικρός αριθμός επιχειρήσεων που πληρούν τραπεζικά κριτήρια και χρηματοδότησης μέσω Ταμείου Ανάκαμψης. Δεύτερον, δύο ταχύτητες του οικονομικού κύκλου στην ελληνική οικονομία. Μία ανοδική με μικρότερο κίνδυνο για τον επιχειρηματικό τομέα (μεγάλες επιχειρήσεις) λόγω των δρομολογημένων επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης. Δεύτερον, μια άλλη, εκείνη των ιδιωτών που επιβαρύνεται με υψηλότερη αβεβαιότητα για το διαθέσιμο εισόδημα και, κατά συνέπεια, ενέχει υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο.

Παροδικές μειώσεις στα καταναλωτικά

Παρ’ όλα αυτά, στο β’ τρίμηνο παρατηρήθηκε μείωση των επιτοκίων στα καταναλωτικά δάνεια ανοικτής διάρκειας κατά 37 μονάδες βάσης και στα τακτής λήξης κατά 22 μονάδες βάσης. Η πτώση οφείλεται στη μεγάλη ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια που έφτασε τα επίπεδα των στεγαστικών, με των τελευταίων να εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Έτσι, οι τράπεζες έδωσαν (και δίνουν) μάχη μεριδίων στην καταναλωτική πίστη, η οποία έχει τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους, τον υψηλότερο κίνδυνο, αλλά και τα μικρότερα ποσά ανά εκταμίευση. Δηλαδή τον μικρότερο κίνδυνο ανά δάνειο. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη γενικότερη ανατιμολόγηση των δανείων λιανικής. Ο τρίτος είναι πιο τεχνικός και σχετίζεται με τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση των ανοικτών δανείων. Ενώ, λοιπόν, αυτά τα δάνεια (πιστωτικές κάρτες, υπεράναληψη, κ.λπ.) θεωρείται ότι έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο, τα ποσά είναι μικρότερα (άρα ο συνολικός κίνδυνος της τράπεζας ως προς τις συνολικές χορηγήσεις είναι μικρότερος) και αυτά τα ποσά χρηματοδοτούνται με μηδενικό κόστος από τη ρευστότητα των καταθέσεων. Συνεπώς, ένα μέσο επιτόκιο της κατηγορίας αυτής στο 16% (πιστωτικές κάρτες) δικαιολογεί και καλύπτει τον κίνδυνο για επιθετική τιμολογιακή πολιτική (π.χ. μείωση 10 μονάδων βάσεις), παρά την άνοδο των επιτοκίων στη διατραπεζική (χρηματοδότηση από καταθέσεις με μηδενικά επιτόκια).

Αντίστοιχη είναι η ερμηνεία για τα επιχειρηματικά δάνεια χωρίς τακτή λήξη, όπου, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σημείωσαν οριακή άνοδο ή πτώση (σε κάποιες κατηγορίες). Ακόμη, η γενικότερη συγκράτηση των επιτοκίων στην επιχειρηματική πίστη οφείλεται στη διάθεση αρκετών συχρηματοδοτούμενων και εγγυημένων προγραμμάτων (περίπου 1 δισ. ευρώ).

Πώς θα αυξηθούν επιτόκια καταθέσεων και δανείων

Σε ό,τι αφορά στο επόμενο διάστημα μέχρι το τέλος του έτους και πιθανότητα μέχρι τα μέσα του 2023, τουλάχιστον, οι τράπεζες προβλέπουν την εξής εικόνα για τα επιτόκια σε καταθέσεις και δάνεια:

– Οι πρώτες αυξήσεις επιτοκίων στα δάνεια θα γίνουν αισθητές στην καταναλωτική πίστη, λόγω του υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου και της χρήσης της φθηνής ρευστότητας από τις καταθέσεις για ανταγωνιστικότερα επιτόκια στη στεγαστική και επιχειρηματική πίστη.

– Στα στεγαστικά δάνεια, η άνοδος θα είναι πιο αισθητή στα σταθερού επιτοκίου, καθώς τα κυμαινόμενου θα παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα, λόγω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης από τη διατραπεζική. Ο πιστωτικός κίνδυνος για τα στεγαστικά δάνεια (κυμαινόμενου και σταθερού επιτοκίου) είναι μικρότερος από εκείνον των καταναλωτικών, λόγω των εξασφαλίσεων (ακίνητα), αλλά μεγαλύτερος των επιχειρηματικών. Διαπιστώνεται κόπωση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων και στην κινητικότητα στην αγορά ακινήτων. Παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλές τιμές σε αγορές και ενοίκια σε ορισμένες περιοχές και σταθερά υπερτερούν οι αγοραπωλησίες με ίδια κεφάλαια, παρά με στεγαστικά δάνεια. Ωστόσο, η στεγαστική πίστη παραμένει ένα πεδίο για μάχη μεριδίων μεταξύ των τραπεζών, καθώς βελτιώνεται η ποιότητα του χαρτοφυλακίου και ενισχύεται οργανική πιστωτική επέκταση. Εκτιμάται ότι μεταξύ κυμαινόμενων και σταθερού επιτοκίου θα διατηρείται μια διαφορά τουλάχιστον 2,5 μονάδων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν μέσα στο 2023, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ έχει αυξηθεί στο 1%, τότε τα κυμαινόμενα θα ανέρχονται κοντά στο 4%-4,5% και τα σταθερά στο 6,5%-7%.

– Τα επιτόκια καταθέσεων θα δουν τις πρώτες αισθητές αυξήσεις, αφού το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ανέλθει άνω του 50%. Στη συνέχεια, ένα μικρό μέρος της αύξησης θα περνά στις καταθέσεις και το υπόλοιπο (που δεν μετακυλίεται) θα χρησιμοποιείται ως περιθώριο για συγκράτηση επιτοκίων στα στεγαστικά και κυρίως στα επιχειρηματικά.

– Τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων θα είναι τα τελευταία που θα δουν σημαντικές αυξήσεις, αφού εξαντληθούν τα περιθώρια κέρδους από τις καταθέσεις, τα επιτόκια της ΕΚΤ και τα κέρδη από προμήθειες, λόγω της συμβουλευτικής, των αναχρηματοδοτήσεων και αντλήσεων κεφαλαίων. Η άνοδος των επιτοκίων, ο πληθωρισμός και η αβεβαιότητα έχουν κάνει την άντληση κεφαλαίων από τις αγορές (ομόλογα και μετοχές) πιο δύσκολη για τις επιχειρήσεις. Έτσι, θα υπάρξουν αναχρηματοδοτήσεις και νέες ανάγκες που θα καλυφθούν με τραπεζικό δανεισμό (πέραν των αναγκών για κεφάλαια κίνησης). Επιπλέον, όσο το πραγματικό κόστος δανεισμού είναι αρνητικό (ονομαστικό επιτόκιο μείον πληθωρισμός), η ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό θα ενισχύεται από τις επιχειρήσεις τόσο για επενδύσεις όσο και για κεφάλαια κίνησης. Όλες αυτές οι εργασίες ενισχύουν τα καθαρά οργανικά έσοδα από τόκους και προμήθειες. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι υπό τις σημερινές συνθήκες τα επιτόκια στην επιχειρηματική πίστη θα παρουσιάσουν σταθεροποιητικές τάσεις ή οριακές μεταβολές ακόμα και μέχρι τα μέσα του 2023.

Πηγή: capital.gr