Στο ραντάρ οι προμήθειες στο «πλαστικό χρήμα» – Δεν υποχωρούν, παρά την αύξηση συναλλαγών

Τα 2 κλειδιά για μία ακόμη αναβάθμιση της Ελλάδας
7 Μαρτίου, 2024
Τράπεζες: Λιγότερα δάνεια το 2023 και κακό ξεκίνημα για το 2024
8 Μαρτίου, 2024
Δείτε τα όλα

Στο ραντάρ οι προμήθειες στο «πλαστικό χρήμα» – Δεν υποχωρούν, παρά την αύξηση συναλλαγών

8/3/24

Οι προμήθειες που αθροίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο σύστημα έκδοσης και αποδοχής πληρωμών με κάρτες διαμορφώνονται κοντά στο 1%-1,30% ανάλογα με την κατηγορία του εμπόρου, αλλά το ποσοστό αυτό αποδεικνύεται υπέρογκο, ειδικά στις συναλλαγές σε προϊόντα όπου το περιθώριο κέρδους του εμπόρου είναι πολύ χαμηλό. 

Το θέμα των προμηθειών που επιβαρύνει τη χρήση της κάρτας τίθεται στο επίκεντρο της συνάντησης που θα έχει την προσεχή εβδομάδα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης με εκπροσώπους των δύο σχημάτων πληρωμών MasterCard και Visa σε μια προσπάθεια να συγκρατηθούν τα κόστη του πλαστικού χρήματος ειδικά για κατηγορίες προϊόντων με μικρό περιθώριο κέρδους, όπως είναι ο καπνός, οι εφημερίδες κ.ά.

Η συνάντηση πραγματοποιείται εν μέσω των αντιδράσεων για το κόστος αποδοχής της κάρτας από επαγγελματικές κατηγορίες όπως τα περίπτερα που προτάσσουν το γεγονός ότι το ύψος της προμήθειας εξανεμίζει το μικρό περιθώριο κέρδους που έχουν σε αυτά τα προϊόντα και το οποίο διαμορφώνεται κάτω από το 0,5%.

Οι αντιδράσεις αυτές πυροδοτούνται από τις πληροφορίες ότι τα δύο διεθνή σχήματα πληρωμών όπως της MasterCard και της Visa, που μονοπωλούν στη χώρα μας την εκκαθάριση των συναλλαγών με πλαστικό χρήμα, προτίθενται να αυξήσουν τις προμήθειες που εισπράττουν σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων, όπως η ψηφιακή χρήση των καρτών στο e-commerce ή οι πληρωμές μέσω wallets. Να σημειωθεί ότι σε ερώτηση της «Κ» η Visa διευκρινίζει ότι δεν προτίθεται να αλλάξει τα τιμολόγιά της, αλλά όπως προκύπτει από στοιχεία της αγοράς, οι προμήθειες τα τελευταία χρόνια ακολουθούν αυξητική τάση, επιβαρύνοντας τη χρήση του πλαστικού, παρά τη ραγδαία άνοδο που διαπιστώνεται στις ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω κάρτας τα τελευταία χρόνια, εκτινάσσοντας τον τζίρο μέσω καρτών στα 62 δισ. ευρώ το 2023 από μόλις 15 δισ. ευρώ το 2016.

Οι προμήθειες που εισπράττουν τα δύο διεθνή σχήματα πληρωμών και οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της κάρτας, δηλαδή αν είναι χρεωστική, πιστωτική, εταιρική ή προπληρωμένη, αποτελούν τμήμα των χρεώσεων που επιβαρύνουν το πλαστικό χρήμα.

Παρά τη ραγδαία άνοδο στις ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω κάρτας, οι προμήθειες αυξάνονται.

Προμήθεια για τη χρήση της κάρτας εισπράττουν επίσης οι πάροχοι πληρωμών, δηλαδή οι εταιρείες που έχουν αγοράσει το σύστημα αποδοχής καρτών από τις τράπεζες, όπως η Global Payments, η Euronet, η Nexi και η Wordline, καθώς και οι τράπεζες ως εκδότες των καρτών. Οι προμήθειες που αθροίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο σύστημα έκδοσης και αποδοχής πληρωμών με κάρτες διαμορφώνονται κοντά στο 1%-1,30% ανάλογα με την κατηγορία του εμπόρου, αλλά το ποσοστό αυτό αποδεικνύεται υπέρογκο, ειδικά στις συναλλαγές σε προϊόντα όπου το περιθώριο κέρδους του εμπόρου είναι πολύ χαμηλό.

Το θέμα απασχολεί το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που διερευνά τρόπους μείωσης των προμηθειών ενόψει της υποχρέωσης για καθολική αποδοχή των καρτών σε όλα τα σημεία πώλησης και δη για τις κατηγορίες προϊόντων με μικρό περιθώριο κέρδους για τους εμπόρους. Στα επιχειρήματα που προβάλλει το υπουργείο είναι ότι η ολοένα και μεγαλύτερη διάδοση των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα έπρεπε να οδηγεί σε μείωση των επιβαρύνσεων, κάτι που δεν φαίνεται να επαληθεύεται στην πράξη, υπονομεύοντας την κυβερνητική προσπάθεια. Ηδη η χρήση του πλαστικού χρήματος αντιπροσωπεύει με βάση τα στοιχεία του ΙΟΒΕ το 40% της καταναλωτικής δαπάνης, συμβάλλοντας στη μείωση της φοροδιαφυγής και στην αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ και η χώρα μας έχει διανύσει σημαντική διαδρομή τα τελευταία χρόνια στον χώρο των ηλεκτρονικών πληρωμών.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, η Ελλάδα έχει ανέβει στη 18η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωζώνης στη χρήση του πλαστικού χρήματος, από την 30ή θέση το 2015 και πλέον κατατάσσεται κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών με προοπτική περαιτέρω ανόδου.

ΠΗΓΗ: Kathimerini.gr