
Νέο φορολογικό νομοσχέδιο με κέρδη για μισθωτούς και συνταξιούχους
10 Νοεμβρίου, 2025
Άκυρα τα αναγκαστικά μέτρα αν δεν υπάρχει κοινοποίηση
11 Νοεμβρίου, 202511/11/2025
Απόφαση του ΣτΕ δικαίωσε φορολογούμενο και οδήγησε σε διαγραφή φόρων 3,3 εκατ.
Ανατροπές στους κανόνες για την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα μετά από φορολογικό έλεγχο σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του εξωτερικού, φέρνει μια νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πρόκειται για την απόφαση 1423/2025 του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, με την οποία έγινε δεκτό ότι ακόμη και για τον φορολογικό έλεγχο που διενεργείται σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εξωτερικού για να διαπιστωθεί η απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων, η διαδικασία διοικητικής συνδρομής αλλοδαπών αρχών για την αποστολή στοιχείων κινήσεων των λογαριασμών του εξωτερικού Έλληνα φορολογουμένου πρέπει να κινηθεί από την Ελληνική Φορολογική Διοίκηση πριν από την πάροδο της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων, ώστε εφόσον προκύψουν στη συνέχεια στοιχεία αποδεικτικά της απόκρυψης εισοδημάτων, τα στοιχεία αυτά να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» και να προκαλέσουν την παράταση της προθεσμίας παραγραφής για μία ακόμη πενταετία, επεκτείνοντάς την σε δεκαετή από πενταετή.
Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής φορολογούμενου, στον οποίο ξεκίνησε στις 28-5-2019 και ολοκληρώθηκε στις 16-4-2021 φορολογικός έλεγχος από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) για τα έτη 2013 και 2014, που κατέληξε στην επιβολή φόρων και προστίμων συνολικού ύψους άνω των 3,3 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης που καταγράφεται στο αναλυτικό κείμενο της απόφασης του ΣτΕ:
Στις 28.5.2019 εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο του ΚΕΦΟΜΕΠ εντολή ελέγχου φορολογίας εισοδήματος στον προσφεύγοντα φορολογούμενο για τα έτη 2013 (οικονομικό έτος 2014) και 2014 (φορολογικό έτος 2014).
Για τον έλεγχο συντάχθηκε η από 27.12.2019 έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του ΚΕΦΟΜΕΠ, με την επιφύλαξη περαιτέρω ελέγχου των κινήσεων λογαριασμού που τηρούσε ο φορολογούμενος σε τράπεζα του εξωτερικού, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε επικαλεστεί τον εν λόγω λογαριασμό για να αιτιολογήσει μεγάλο αριθμό εμβασμάτων προς την Ελλάδα τα έτη 2013 και 2014.
Ο φορολογούμενος ισχυρίστηκε στον έλεγχο, ότι τα έτη 2012 και 2013 είχε αποστείλει με εμβάσματα από τον επενδυτικό λογαριασμό εσωτερικού που είχε στη Eurobank Equities ΑΕΠΕΥ σε λογαριασμό τράπεζας του εξωτερικού ποσά 1.200.000 ευρώ και 5.389.720,21 ευρώ, αντίστοιχα, προερχόμενα από την εξόφληση μετοχών (ο τελευταίος λογαριασμός, κατά τους ισχυρισμούς του, πιστωνόταν με εμβάσματα από πωλήσεις μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) και ότι ακολούθως, τα έτη 2013 και 2014, εισήλθαν αντίστροφα εμβάσματα από τον λογαριασμό της τράπεζας του εξωτερικού στον επενδυτικό λογαριασμό της τράπεζας του εσωτερικού, ποσών 4.645.642,65 ευρώ και 1.050.121,34 ευρώ, αντίστοιχα. Δηλαδή, με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς, τα ποσά που είχαν εξέλθει της χώρας τα έτη 2012 και 2013 από τον επενδυτικό λογαριασμό ημεδαπής υπερκάλυπταν τα ποσά των εμβασμάτων που εισήλθαν στη συνέχεια από το εξωτερικό και πιστώθηκαν στον ίδιο λογαριασμό.
Ακολούθως, ο έλεγχος θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε η πηγή προέλευσης πιστώσεων (καταθέσεων) ποσών 4.497.493,21 ευρώ για το έτος 2013 και 39.761,20 ευρώ για το έτος 2014 και ότι, ως εκ τούτου, τα προαναφερόμενα ποσά αποτελούσαν προσαύξηση περιουσίας από αδικαιολόγητη πηγή.
Στη συνέχεια ο Προϊστάμενος του ΚΕΦΟΜΕΠ, θεωρώντας ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για καταλογισμό διαφοράς φόρου εισοδήματος για τα ένδικα έτη δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή, εξέδωσε:
α) οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014 (έτους 2013), με την οποία καταλόγισε διαφορά φόρου εισοδήματος 1.482.074,58 ευρώ, πρόσθετο φόρος λόγω ανακρίβειας 1.630.803,73 ευρώ και διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης 179.899,72 ευρώ και
β) οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και επιβολής προστίμου, φορολογικού έτους 2014 (έτους 2014), με την οποία καταλόγισε διαφορά φόρου εισοδήματος 10.625,61 ευρώ, πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης 1.062,56 ευρώ και διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης 1.590,44 ευρώ.
Κατά των πράξεων αυτών ο φορολογούμενος άσκησε ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ ενδικοφανή προσφυγή, η οποία τεκμαίρεται ότι απορρίφθηκε σιωπηρά λόγω παρέλευσης άπρακτης της προβλεπόμενης προθεσμίας.
Με την προσφυγή του εκείνη ο φορολογούμενος πρόβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να εκδώσει και να κοινοποιήσει στις 22.04.2021 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, είχε υποπέσει στην πενταετή προθεσμία παραγραφής. Όπως ισχυρίσθηκε, εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν οι τιθέμενες προϋποθέσεις της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, καθόσον δεν αποτελούσε «συμπληρωματικό στοιχείο» η ύπαρξη χαρτοφυλακίου σε αλλοδαπή τράπεζα, στο οποίο τηρούνταν περισσότεροι συνδεδεμένοι λογαριασμοί, κάποιος εκ των οποίων τροφοδοτήθηκε από λογαριασμό ημεδαπής (εξερχόμενο έμβασμα), ενώ κάποιος άλλος τροφοδότησε λογαριασμό ημεδαπής (εισερχόμενο έμβασμα). Ειδικότερα, υποστήριξε ότι το χαρτοφυλάκιό του σε τράπεζα του εξωτερικού παρότι περιλάμβανε περισσότερους υπο-λογαριασμούς αποτελούσε ένα ενιαίο όλο, το οποίο είχε συνδεθεί και με τον επενδυτικό λογαριασμό ημεδαπής. Υποστήριξε επίσης ότι το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, ως ενιαίο όλο ήταν γνωστό στη φορολογική αρχή ήδη από το έτος 2013. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή του, η φορολογική αρχή παρελκυστικά και κατά καταστρατήγηση των διατάξεων περί της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει καταλογιστικές πράξεις, επικαλέστηκε ως «συμπληρωματικά» τα έγγραφα της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων της ΑΑΔΕ σχετικά με την κίνηση των υπο-λογαριασμών του χαρτοφυλακίου του, αφού η πλήρης γνώση της ύπαρξης του εν λόγω χαρτοφυλακίου υπαγόρευε στη φορολογική αρχή να ενεργήσει έγκαιρα, ώστε να έχει τη δυνατότητα, εάν συνέτρεχε περίπτωση, να εκδώσει και να κοινοποιήσει καταλογιστικές πράξεις εντός της οριζόμενης στον νόμο πενταετίας. Μάλιστα, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, η φορολογική αρχή είχε ζητήσει τις αναλυτικές κινήσεις των συνδεδεμένων λογαριασμών του χαρτοφυλακίου με έγγραφό της το 2019 προς τη Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, το οποίο έλαβε αριθμό εισερχόμενου πρωτοκόλλου στην τελευταία αυτή Υπηρεσία στις 10.01.2020. Δηλαδή, σύμφωνα με τον φορολογούμενο, ειδικά ως προς το ένδικο οικονομικό έτος 2014, η διαδικασία διοικητικής συνδρομής κινήθηκε μετά την εκπνοή της πενταετούς παραγραφής.
Από την άλλη, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε, ειδικά ως προς τον ισχυρισμό της προσφυγής περί μη έγκαιρης αποστολής αιτήματος διοικητικής συνδρομής, ότι στην προκειμένη περίπτωση η φορολογική αρχή εξάντλησε όλα τα μέσα ελέγχου που είχε στη διάθεσή της εντός του χρόνου παραγραφής (πενταετία), πλην όμως, εφόσον ο ελεγχόμενος είχε δώσει ανακριβείς αιτιολογίες ως προς την πηγή προέλευσης των επίμαχων εμβασμάτων, υποχρεώθηκε να αναζητήσει περαιτέρω στοιχεία για την κίνηση των λογαριασμών του χαρτοφυλακίου που αυτός διατηρούσε σε τράπεζα της αλλοδαπής, οι καταλογιστικές δε πράξεις εκδόθηκαν εντός του χρόνου παραγραφής, όπως ο τελευταίος επιμηκύνθηκε κατόπιν της περιέλευσης στο ΚΕΦΟΜΕΠ από την αρμόδια αρχή των απαντήσεων ως προς την κίνηση των εν λόγω λογαριασμών.
Κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απορριπτικής απόφασης της ΔΕΔ ο φορολογούμενος προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο, το οποίο όμως με την υπ’ αριθμόν 3475/2022 απέρριψε την προσφυγή του αποδεχόμενο τους ισχυρισμούς της πλευράς της Φορολογικής Διοίκησης.
Στη συνέχεια ο φορολογούμενος προσέφυγε στο ΣτΕ με αίτησή του, με την οποία ζήτησε να αναιρεθεί η υπ’ αριθμόν 3475/2022 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και να ακυρωθούν οι καταλογιστικές πράξεις που εξέδωσε σε βάρος του το ΚΕΦΟΜΕΠ.
Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση του φορολογούμενου και ακύρωσε τις παραπάνω πράξεις επικαλούμενο μεταξύ άλλων την υπ’ αριθμόν 734/2023 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι, εάν κατά τον φορολογικό έλεγχο των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής εντοπιστεί, εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, έμβασμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η φορολογική αρχή υποχρεούται να ζητήσει αμελλητί από τα ημεδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πληροφορίες σχετικά με την προέλευση του εμβάσματος, και να καλέσει τον φορολογούμενο προς παροχή εξηγήσεων σχετικά με την πηγή και την αιτία του εμβάσματος. Εάν δε από τις ενέργειες αυτές αποκαλυφθεί η ύπαρξη λογαριασμού του φορολογούμενου σε τραπεζικό ίδρυμα της αλλοδαπής, χωρίς όμως να αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, το περιεχόμενό του κατά την ίδια πενταετία, η φορολογική αρχή οφείλει, περαιτέρω, να ενεργοποιήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες διοικητικής συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές της αλλοδαπής. Εφόσον η φορολογική αρχή παραλείψει τις ως άνω ενέργειες εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, δεν δύναται, ακολούθως, να αξιοποιήσει, ως «συμπληρωματικά» τα με οποιονδήποτε τρόπο περιερχόμενα μετά την πενταετία στοιχεία για την ύπαρξη και το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις του συγκεκριμένου τραπεζικού λογαριασμού του φορολογούμενου στην αλλοδαπή και να επιτύχει την επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής σε δεκαετία.
Πηγή: naftemporiki.gr





